- διαβέβληται
- διαβάλλωthrowperf ind mp 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оклеветаныи — (51) прич. страд. прош. к оклеветати1. 1.В 1 знач.: Та… оклеветана бы(с) своимь мужемь. Пр 1383, 147г; триѥ же отроци ѿ халдѣи оклеветани. ˫ако ц(с)рву не покоршесѧ повелѣнью. (διαβολλονται) ГБ к. XIV, 140б. 2. Во 2 знач.: Аште видиши кого отъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντιμεταβολή — ἀντιμεταβολή, η (Α) ρητορικό, σχήμα κατά το οποίο η σημασία της πρώτης ημιπεριόδου αντιστρέφεται στη δεύτερη («οὐ γὰρ Αἰσχίνης διὰ τὴν εἰρήνην κρίνεται, οὐκ, ἀλλ ἡ εἰρήνη δι Αἰσχίνην διαβέβληται») … Dictionary of Greek
χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… … Dictionary of Greek